Βιβλίο
Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Μετάφραση: Μαίρη Βιδάλη
Αθήνα
Ελευθεροτυπία
2010
σ. 90
Σχήμα: 21χ15
Δέσιμο: Σκληρό εξώφυλλο
ISBN: 978-960-9487-27-6
Γλώσσα πρωτοτύπου: ισπανικά
Τίτλος πρωτοτύπου: La casa de Bernarda Alba
Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας· Αριστουργήματα του Παγκόσμιου Θεάτρου 1
Σημειώσεις: Επανέκδοση: "Δωδώνη", 2001. Δραματολογική ανάλυση: Κωνσταντίνος Χέλμης. Ειδική έκδοση της Χ. Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις ΑΕ. Διανεμήθηκε δωρεάν μαζί με την εφημερίδα "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία" στις 28.11.2010.
Κυκλοφορεί
Περίληψη:

[...] Η υπόθεση του έργου που εκτυλίσσεται σε δεκατέσσερις σκηνές, είναι η πιο κάτω: ένα νεαρό ζευγάρι νεόνυμφων που περνά το μήνα του μέλιτος (ο άνδρας ποιητής και η γυναίκα ηθοποιός), φτάνει με την άμαξα (η δράση εκτυλίσσεται μάλλον στις αρχές του 19ου αιώνα, μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους) σ' ένα πανδοχείο όπου έχει καταλύσει κι ένας πρώην εξόριστος, νέος επίσης, ευγενής που επιστρέφει στην Ισπανία. Όταν αντικρίζει την όμορφη γυναίκα, αυτός τα χάνει, σαστίζει και μπερδεύει τα λόγια του.

Εκείνη, φιλάρεσκη και καπριτσιόζα σε συνεννόηση με τον άντρα της αποφασίζει να "παίξει" μαζί του. Παρουσιάζει τον άντρα της σαν αμαξά της, ενώ παίρνει το ακατάδεχτο ύφος κυρίας "του καλού κόσμου", με αποτέλεσμα ο δυστυχής ευγενής να ξετρελαθεί πλέον εντελώς μαζί της και ν' αρχίσει να επιδιώκει την "κατάκτησή" της. Στη συνέχεια μεταμφιέζεται σε Τσιγγάνα και τον "προσεγγίζει". Εκείνος την απωθεί, γυρεύοντας απεγνωσμένα την "άλλη" γυναίκα. Στο παιχνίδι παίρνει μέρος κι ο σύζυγος, που δήθεν "καλεί" την περιφρονημένη από τον ευγενή Τσιγγανοπούλα, να τον συντροφέψει, η οποία όμως... τον στέλνει στον διάβολο.

Σ' αυτή τη σκηνή μένει μετέωρη στον αέρα, σαν υπαινιγμός, μια υποψία σοβαρότητας, ότι δηλαδή τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα και ασφαλή... ακόμη και για τον σύζυγο. Η λέξη μάλιστα (κέρατα) που χρησιμοποιεί η γυναίκα για τον εξαποστείλει, είναι χαρακτηριστική. Κατόπιν ακολουθεί άλλη μια σκηνή μεταμφίεσης όπου η ηρωίδα εμφανίζεται τώρα, μπροστά στον ευγενή, ντυμένη.... Κουβανή γεροντοκόρη, και τον κατηγορεί... ότι η διέφθειρε κάποτε και την εγκατάλειψε.

Εκείνος της χαρίζει ένα δαχτυλίδι, για να την παρηγορήσει κι αυτή λιποθυμά στην αγκαλιά του. Εδώ, βέβαια παρωδείται ο "Δον Ζουάν" του Τίρσο ντε Μολίνα. Στην επόμενη σκηνή εμφανίζεται πάλι σαν "κυρία του καλού κόσμου", τον καλεί να ταξιδέψει μαζί της κι αυτός... πετά στα ουράνια από την ευτυχία του. Ακολουθεί η αποκάλυψη της αλήθειας, το ζευγάρι φεύγει, και ο ερωτύλος ευγενής μένει μόνος κι απαρηγόρητος.

[...] Οι διάλογοι είναι έμμετροι, με ομοιοκαταληξία, εκτός από τις σκηνές XIII και τελική, που δίνονται στο κείμενο, όπως έχει αποκατασταθεί, σε πεζό. Ο ποιητής ακολουθεί το μέτρο των romanoes και μιμείται μ' επιτυχία το ύφος των Ισπανών κλασικών του "χρυσού αιώνα", ιδιαίτερα του Λόπε. Παρεμβάλλονται τέλος ανάμεσα στους διαλόγους, τραγούδια στο "στιλ" των λαϊκών τραγουδιών της Ανδαλουσίας, της Καστίλης και της Κούβας, μερικά απ' τα οποία ο Λόρκα περιέλαβε αργότερα στο βιβλίο του "Libro de poeman".

Το έργο αυτό που με τη φρεσκάδα, την απλότητα αλλά και τη φαντασία του δίνει ερέθισμα για μια δημιουργική σκηνοθεσία, απ' όσο τουλάχιστον ξέρω, δεν έχει ανεβεί ακόμα στη σκηνή στην Ισπανία ή αλλού.

Λέανδρος Πολενάκης