

Κι όμως, όμορφα...
Ένα βιβλίο για την τζαζ
Ένα βιβλίο για την τζαζ
Geoff Dyer
Μετάφραση: Δανάη Στεφάνου
Αθήνα
Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός
Αριθμός Έκδοσης: 1
2008
σ. 292
Σχήμα: 21χ14
Δέσιμο: Μαλακό εξώφυλλο
ISBN: 978-960-6715-77-8
Γλώσσα πρωτοτύπου: αγγλικά
Τίτλος πρωτοτύπου: But Beautiful: A Book About Jazz
Σύγχρονη Ξένη Λογοτεχνία
Βραβεία:
Κυκλοφορεί
Τιμή: 18.35€ Φ.Π.Α.: 6%
(Τελευταία Ενημέρωση Τιμής: 15-12-2008)
Περίληψη:
"Κι όμως, όμορφα...", ένας μάλλον ιδιόρρυθμος τίτλος για ένα βιβλίο που υπερβαίνει τις συνήθεις ταξινομήσεις. Μυθιστόρημα; Συλλογή διηγημάτων; Συλλογή βιογραφιών; Δοκίμιο; Ή μάλλον "ποιητικό δοκίμιο"; Το κομψοτέχνημα του Τζεφ Ντάιερ φέρει τον υπότιτλο "Ένα βιβλίο για την τζαζ". Aν ήθελε κανείς να γίνει πιο περιγραφικός, θα έλεγε ότι ο Ντάιερ έγραψε ένα βιβλίο "για την ψυχή της τζαζ".
Λέστερ Γιανγκ, Θελόνιους Μονκ, Μπαντ Πάουελ, Μπεν Ουέμπστερ, Τσαρλς Μίνκους, Αρτ Πέπερ, Ντιουκ Έλινγκτον, Ντίζι Γκιλέσπι...: ο συγγραφέας φιλοτεχνεί πορτρέτα δημιουργών που σφράγισαν με τη μουσική τους την εξέλιξη της τζαζ. Το ρήμα "φιλοτεχνεί" χρησιμοποιείται στην κυριολεξία του· ο Ντάιερ δεν παραθέτει απλώς βιογραφικά στοιχεία, ούτε αναπτύσσει με τη γλώσσα του μουσικοκριτικού κάποιες θεωρητικές απόψεις για το έργο τους, αλλά καταφεύγει στη μυθοπλασία και στην ποιητική γλώσσα για να μπορέσει να αναπλάσει τον βιωματικό χώρο στον οποίο γεννήθηκε η μουσική τους. Αποδεχόμενος ότι η τυπική κριτική, ως διαμεσολαβητής μεταξύ του δημιουργού και του ακροατή, λειτουργεί συνήθως ως ένα απλό υποκατάστατο που αδυνατεί να αναδείξει την ουσία, την ψυχή του έργου, ο Ντάιερ μιλάει για την τζαζ με τον τρόπο του δημιουργού, συνδυάζοντας την κριτική και τη μυθοπλασία.
Ο Ντάιερ "γράφει" σαν ένας μουσικός της τζαζ: η πρώτη ύλη που χρησιμοποίησε είναι ρήσεις μουσικών, πληροφορίες για τη ζωή τους από διάφορες πηγές, μα και φωτογραφίες μουσικών στη σκηνή. Αυτές είναι οι "σταθερές" του, που λειτουργούν όμως ως αφετηρία ενός δημιουργικού αυτοσχεδιασμού ο οποίος τον οδηγεί στο χώρο της μυθοπλασίας, κατά τον ίδιο τρόπο που ένας μουσικός της τζαζ στηρίζεται στις "σταθερές" της μουσικής του παράδοσης για να αυτοσχεδιάσει. Αποκαλυπτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιεί το φωτογραφικό υλικό: "παρόλο που απαθανατίζει μόνο ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, η βιωμένη διάρκεια της εικόνας επεκτείνεται αρκετά δευτερόλεπτα πριν και μετά από αυτή την ακινητοποιημένη στιγμή για να συμπεριλάβει [...] ό,τι μόλις συνέβη ή ό,τι πρόκειται να συμβεί..." Ο Ντάιερ μετασχηματίζει λοιπόν εικόνες, ήχους και πληροφορίες σε τέχνη του λόγου για να βοηθήσει τον αναγνώστη -που κάποιες στιγμές νιώθει ότι γίνεται ακροατής, ότι "διαβάζει ήχους"- να αφουγκραστεί την ψυχή του Λέστερ Γιανγκ, του Θελόνιους Μονκ ή του Μπαντ Πάουελ, να "ακούσει" την ψυχή της τζαζ.
Στα Επιλεγόμενα του βιβλίου ο Ντάιερ περνάει από το χώρο της μυθοπλασίας στο χώρο του θεωρητικού λόγου προσφέροντας στον αναγνώστη ένα άρτιο δοκίμιο για την εξέλιξη της τζαζ, για το παρελθόν και το παρόν της, και αναπτύσσοντας το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο μπορεί να προσεγγίσει το κυρίως "μυθοπλαστικό" κείμενο. Επίσης στα παραρτήματα ο συγγραφέας παραθέτει τις πηγές του αλλά και επιλεγμένη δισκογραφία όλων των μουσικών που εμφανίζονται στις σελίδες του βιβλίου του.
Το 1992 το "Κι όμως, όμορφα..." τιμήθηκε με το Βραβείο Somerset Maugham τη βρετανικής Εταιρείας Συγγραφέων.
"Κι όμως, όμορφα...", ένας μάλλον ιδιόρρυθμος τίτλος για ένα βιβλίο που υπερβαίνει τις συνήθεις ταξινομήσεις. Μυθιστόρημα; Συλλογή διηγημάτων; Συλλογή βιογραφιών; Δοκίμιο; Ή μάλλον "ποιητικό δοκίμιο"; Το κομψοτέχνημα του Τζεφ Ντάιερ φέρει τον υπότιτλο "Ένα βιβλίο για την τζαζ". Aν ήθελε κανείς να γίνει πιο περιγραφικός, θα έλεγε ότι ο Ντάιερ έγραψε ένα βιβλίο "για την ψυχή της τζαζ".
Λέστερ Γιανγκ, Θελόνιους Μονκ, Μπαντ Πάουελ, Μπεν Ουέμπστερ, Τσαρλς Μίνκους, Αρτ Πέπερ, Ντιουκ Έλινγκτον, Ντίζι Γκιλέσπι...: ο συγγραφέας φιλοτεχνεί πορτρέτα δημιουργών που σφράγισαν με τη μουσική τους την εξέλιξη της τζαζ. Το ρήμα "φιλοτεχνεί" χρησιμοποιείται στην κυριολεξία του· ο Ντάιερ δεν παραθέτει απλώς βιογραφικά στοιχεία, ούτε αναπτύσσει με τη γλώσσα του μουσικοκριτικού κάποιες θεωρητικές απόψεις για το έργο τους, αλλά καταφεύγει στη μυθοπλασία και στην ποιητική γλώσσα για να μπορέσει να αναπλάσει τον βιωματικό χώρο στον οποίο γεννήθηκε η μουσική τους. Αποδεχόμενος ότι η τυπική κριτική, ως διαμεσολαβητής μεταξύ του δημιουργού και του ακροατή, λειτουργεί συνήθως ως ένα απλό υποκατάστατο που αδυνατεί να αναδείξει την ουσία, την ψυχή του έργου, ο Ντάιερ μιλάει για την τζαζ με τον τρόπο του δημιουργού, συνδυάζοντας την κριτική και τη μυθοπλασία.
Ο Ντάιερ "γράφει" σαν ένας μουσικός της τζαζ: η πρώτη ύλη που χρησιμοποίησε είναι ρήσεις μουσικών, πληροφορίες για τη ζωή τους από διάφορες πηγές, μα και φωτογραφίες μουσικών στη σκηνή. Αυτές είναι οι "σταθερές" του, που λειτουργούν όμως ως αφετηρία ενός δημιουργικού αυτοσχεδιασμού ο οποίος τον οδηγεί στο χώρο της μυθοπλασίας, κατά τον ίδιο τρόπο που ένας μουσικός της τζαζ στηρίζεται στις "σταθερές" της μουσικής του παράδοσης για να αυτοσχεδιάσει. Αποκαλυπτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιεί το φωτογραφικό υλικό: "παρόλο που απαθανατίζει μόνο ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, η βιωμένη διάρκεια της εικόνας επεκτείνεται αρκετά δευτερόλεπτα πριν και μετά από αυτή την ακινητοποιημένη στιγμή για να συμπεριλάβει [...] ό,τι μόλις συνέβη ή ό,τι πρόκειται να συμβεί..." Ο Ντάιερ μετασχηματίζει λοιπόν εικόνες, ήχους και πληροφορίες σε τέχνη του λόγου για να βοηθήσει τον αναγνώστη -που κάποιες στιγμές νιώθει ότι γίνεται ακροατής, ότι "διαβάζει ήχους"- να αφουγκραστεί την ψυχή του Λέστερ Γιανγκ, του Θελόνιους Μονκ ή του Μπαντ Πάουελ, να "ακούσει" την ψυχή της τζαζ.
Στα Επιλεγόμενα του βιβλίου ο Ντάιερ περνάει από το χώρο της μυθοπλασίας στο χώρο του θεωρητικού λόγου προσφέροντας στον αναγνώστη ένα άρτιο δοκίμιο για την εξέλιξη της τζαζ, για το παρελθόν και το παρόν της, και αναπτύσσοντας το θεωρητικό πλαίσιο στο οποίο μπορεί να προσεγγίσει το κυρίως "μυθοπλαστικό" κείμενο. Επίσης στα παραρτήματα ο συγγραφέας παραθέτει τις πηγές του αλλά και επιλεγμένη δισκογραφία όλων των μουσικών που εμφανίζονται στις σελίδες του βιβλίου του.
Το 1992 το "Κι όμως, όμορφα..." τιμήθηκε με το Βραβείο Somerset Maugham τη βρετανικής Εταιρείας Συγγραφέων.
Κριτικές - Παρουσιάσεις:
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος | Κι όμως, όμορφα… Ένα βιβλίο για τη τζαζ | "Bookstand" | 24/9/2013 | ||
Χίλντα Παπαδημητρίου | Δέκα συγγραφείς προτείνουν δέκα βιβλία (μουσική) | "Το Βήμα" | 3/7/2013 | ||
Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης | Στη μέθεξη της τζαζ | "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη" | 557 | 19/6/2009 | |
Μιχάλης Μοδινός | Όμορφα... σαν το φιλί στα δάκρυα | "Τα Νέα"/ "Βιβλιοδρόμιο" | 21/3/2009 | ||
Γιάννης Ν. Μπασκόζος | Μουσικές αφηγήσεις | Περιοδικό "Διαβάζω" | 494 | Μάρτιος 2009 | |
Τίνα Μανδηλαρά | All that Jazz | "Πρώτο Θέμα" | 22/2/2009 | ||
Δημήτρης Γλύστρας | "Κι όμως όμορφα...": Ένα... αταξινόμητο τζαζ βιβλίο | www.in2life.gr | 3/2/2009 | ||
Αγγελική Πανοτάρα | Κι όμως, όμορφα... Ένα βιβλίο για την τζαζ | Περιοδικό "Exodos" | 23/1/2009 | ||
Σταυρούλα Παπασπύρου | Στα μονοπάτια της τζαζ | "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία"/ Ένθετο "7: Τέχνες και Ζωή" | 374 | 6 | 18/1/2009 |
Ηλίας Κ. Μαγκλίνης | Ιστορίες τζαζ και πορτρέτα | "Η Καθημερινή" | 41 | 25/12/2008 | |
Χάρης Συμβουλίδης | Ήχοι τζαζ σε χαρτί | Περιοδικό "Index" | 28 | Φεβρουάριος 2008 |