Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος
Ελλάδα


Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος (1896-1981). Ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Αγησίλαου Γιαννόπουλου από την Ήπειρο και της Μαρίας - Ευρυδίκης το γένος Σπηλιάδη. Ο πατέρας του ήταν οικονομολόγος και διευθυντής της εφημερίδας του Δημητρίου Κορομηλά Εφημερίς. Στο χώρο των γραμμάτων ήταν γνωστός κυρίως για την εισαγωγή - μανιφέστο του νατουραλισμού, που έγραψε για την πρώτη ελληνική μετάφραση της Νανά του Ζολά (από τον Καμπούρογλου). Μετά το θάνατο του πατέρα του ο Αλκιβιάδης με τη μητέρα του και τα έξι αδέρφια του έφυγαν αρχικά για τη Μασσαλία και στη συνέχεια για το Μιλάνο. Εκεί τέλειωσε ιταλικό σχολείο και κράτησε επαφή με τα ελληνικά χάρη στην αδερφή του Ιωάννα. Το 1915 γράφτηκε στο φυσικομαθηματικό τμήμα του Πολυτεχνείου στο Μιλάνο και ήρθε σε επαφή με το ρεύμα του φουτουρισμού, από το οποίο ήταν επηρεασμένα τα πρώτα πεζογραφήματά του στα ιταλικά. Διατήρησε αλληλογραφία με τον Marinetti και υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού Frecia Futurista. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1917 για να υπηρετήσει στο στρατό, και εγκαταστάθηκε οριστικά το 1920 μετά το θάνατο της μητέρας του και δυο αδελφών του (μεσολάβησε επιστροφή του στο Μιλάνο το 1919, οπότε διέκοψε τις σπουδές του και εργάστηκε στην τράπεζα Credito Italiano. Τότε ξεκίνησε η συνεργασία του στην έκδοση του βραχύβιου περιοδικού Zibaldone). Προσλήφθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος και ζήτησε να εργαστεί στο παράρτημα της Θεσσαλονίκης. Συνεργάστηκε με το περιοδικό Μακεδονικές Ημέρες, όπου δημοσίευσε το ποίημα Σονέττο με απώτερο σκοπό και το πρώτο του ελληνόφωνο πεζό με τίτλο Κεφάλια στη σειρά (1932). Η λογοτεχνική του παραγωγή της περιόδου της Θεσσαλονίκης έγινε δεκτή με θετικά σχόλια από την κριτική. Το 1938 μετατέθηκε στον Πειραιά, όπου βίωσε τον πόνο του θανάτου της αδερφής του Ιωάννας, με την οποία ζούσε. Το 1942 παντρεύτηκε τη ζωγράφο Γεωργία Τερλίδου. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος μαζί με τη σύζυγό του στην Εθνική Αντίσταση και αγωνίστηκε επίσης μέσα από τα γραπτά του. Το 1953 παραιτήθηκε από τη θέση του στην Τράπεζα και στη συνέχεια εργάστηκε στη Διεύθυνση Μελετών του Υφυπουργείου Τύπου, όπου ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη σύνταξη Ελληνικής Βιβλιογραφίας (1958-1968) σε τρεις γλώσσες. Από τη θέση αυτή απολύθηκε από το δικτατορικό καθεστώς του Παπαδόπουλου. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1963 για τη συλλογή Η τυφλόμυγα και 1974 για τα Επτά αστάθμητα διηγήματα). Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (από το 1948) και πρόεδρός της (1976 ως το θάνατό του). Πέθανε σε ηλικία ογδονταπέντε χρόνων στην Αθήνα. Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου στο χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας πραγματοποιήθηκε το 1932 με την πρώτη δημοσίευση του διηγήματός του Κεφάλια στη σειρά στο περιοδικό Μακεδονικά Γράμματα. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί πως με το διήγημα αυτό ξεκινά στην ουσία η δεύτερη περίοδος της λογοτεχνικής του πορείας, καθώς είχε προηγηθεί η ιταλόφωνη παραγωγή του, από την οποία διατήρησε πολλά στοιχεία. Το έργο του εντάσσεται στο χώρο της νεωτερικής λογοτεχνίας της γενιάς του Τριάντα και χαρακτηρίζεται κυρίως από αντιρεαλιστική γραφή, ανατροπή της πλοκής, διάκριση φυσικού και ψυχολογικού χρόνου, ονειρικό στοιχείο, η υπαρξιστική αγωνία. Σημειώνουμε ενδεικτικά το Δάσος με τους πιθήκους και το μοναδικό του μυθιστόρημα με τίτλο Η σαλαμάντρα. Ασχολήθηκε επίσης με τη θεατρική γραφή, την κριτική, τη μελέτη, το δοκίμιο, τη λογοτεχνική μετάφραση. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αλκιβιάδη Γιαννόπουλου βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Γιαννόπουλος Αλκιβιάδης», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 5. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Κεχαγιά - Λυπουρλή Α., «Γιαννόπουλος Αλκιβιάδης», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985 και Κεχαγιά - Λυπουρλή Αγλαϊα, «Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Γ΄, σ.92-159. Αθήνα, Σοκόλης, 1992.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Τίτλοι:
Συγγραφέας